- εισαγώγιμος
- -η, -οπου μπορεί ή είναι άξιος να εισαχτεί, που επιτρέπεται η εισαγωγή του (ιδίως για εμπορεύματα από το εξωτερικό).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εἰσαγώγιμος — that can masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισαγώγιμος — η, ο (Α εἰσαγώγιμος, ον) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να εισαγάγει, τού οποίου επιτρέπεται η εισαγωγή αρχ. 1. ξένος 2. (για αγωγή) αυτός που μπορεί να παρουσιαστεί στο δικαστήριο για εκδίκαση … Dictionary of Greek
εἰσαγώγιμον — εἰσαγώγιμος that can masc/fem acc sg εἰσαγώγιμος that can neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγίμου — εἰσαγώγιμος that can masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγίμους — εἰσαγώγιμος that can masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγίμων — εἰσαγώγιμος that can masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγώγιμα — εἰσαγώγιμος that can neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγώγιμοι — εἰσαγώγιμος that can masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επεισαγώγιμος — ἐπεισαγώγιμος, ον (Α) (για προϊόντα) αυτός που εισάγεται από το εξωτερικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισαγώγιμος] … Dictionary of Greek